Λευκαδίτικες Ιστορίες

Λευκαδίτικες ιστορίες! Σίγουρα υπάρχουν πολλές, βαθιά κρυμμένες στα κουτάκια του μυαλού μας. Γνωστές και άγνωστες! Ιστορίες γλυκές, πικρές, πικάντικες, καθημερινές! Εδώ, μετά από μια ιδέα του Κώστα Χαλικιά, σας καλούμε να τις μοιραστείτε μαζί μας, για να τις θυμηθούν οι παλαιότεροι και να τις μάθουν οι νεότεροι.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ

 Του Κώστα Χαλικιά



Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στη γενέτειρά μου τη Λευκάδα έπεφτε πολύ πείνα ειδικά στην πόλη, στα χωριά όμως όλο και κάτι θα είχες να φας, εκεί τουλάχιστον είχες λάδι. Θυμάμαι το 1954-55 που η μάνα μου μάζευε λάχανα και οικονόμαγε κανένα μποτσόνι λάδι από την γριά πεθερά της για να φάμε. Την εποχή αυτή δεν δούλευε ο πατέρας μου , ήταν φαντάρος στην Ελευσίνα. Πήγαινα τότε στην Δευτέρα δημοτικού στο πρώτο σχολείο του Μαρκά. Δασκάλα είχαμε μια χοντρή κυρία που την έλεγαν κυρά Ματίνα. Όλα τα παιδιά λέγανε πως είναι καλή δασκάλα εγώ όμως ποτέ δεν είπα πως είναι καλή, από μέσα μου έλεγα πως είναι κακούργα, όχι γιατί ήμουν κακός μαθητής και με μάλωνε , ποτέ δεν με είχε δείρει με τη βέργα, ποτέ δεν μου είπε πως έχω ψείρες, ποτέ δεν μου είπε πως έχω βρώμα στα αυτιά μου , ποτέ δεν μου είπε να πλένομαι γιατί θα πιάσω κοράτσα, ποτέ δεν μου είπε πως το τετράδιο μου είναι λαδωμένο, τον λόγο που την μισούσα τον περιγράφω παρακάτω.

Μια μέρα μετά το πρώτο διάλειμμα η κυρά δασκάλα μας έφερε στην τάξη κάτι πακέτα που ήταν τυλιγμένα με κάτι πολύχρωμα χαρτιά που είχαν τη σημαία της Αμερικής και πάνω πρέπει να έγραφαν κάτι σαν Μάρσαλ. Άνοιξε η κυρία Ματίνα τα πακέτα και ήταν μέσα τετράδια, μολύβια και γόμες. Ήταν προϊόντα Αμερικανικής βοήθειας. Άρχισε να μοιράζει στα παιδιά ένα τετράδιο , ένα μολύβι και μία γόμα. Όταν έφθασε σε μένα μου λέει , εσύ έχεις δεν θα πάρεις. Εγώ βούρκωσα, έσκυψα το κεφάλι μου, έτρεμα, αλλά δεν έκλαψα. Δεν θυμάμαι καλά από τη στενοχώρια μου και ταραχή αν έκανε το ίδιο με άλλο παιδί, μάλλον το έκανε στον Κουάξ και τον Πατσαλέκο (Παρατσούκλια είναι δεν θυμάμαι τα ονόματά τους) που ήταν φτωχά παιδιά ψαράδων. Αντίθετα θυμάμαι πως έδωσε στον Γιάννη τον Δαμιανή που ήταν χασάπης ο πατέρας του και δεν ήταν φτωχός, έδωσε στον Νίκο τον Ματαράγκα που ο πατέρας του ή ο παππούς του ήταν παππάς και τουλάχιστον είχαν να φάνε, έδωσε στην Φρόσσω τη Χαβρούτσο που ο πατέρας της είχε κεντρικό μεγάλο μαγαζί με αποικιακά και δεν ήταν φτωχή. Αυτά θυμάμαι από τα γεγονότα αυτής της ημέρας.

Στο διάλειμμα πήρα τη σάκα μου και την στενοχώρια μου και έφυγα από το σχολείο και πήγα στο σπίτι μου όπου είπα στη μάνα μου τι είχε συμβεί στο σχολείο. Η μάνα μου κατάλαβε γιατί δεν μου έδωσε και σε μένα η δασκάλα τετράδιο αλλά δεν μου είπε τίποτα, αντίθετα μου είπε να μη στεναχωριέμαι και θα βρούμε και εμείς τετράδιο μολύβι και καινούργια πολύχρωμη γόμα.
Εμείς καθόμαστε τότε δίπλα στην παναγία των Εισοδίων στην αγορά, από την πάνω πλευρά της εκκλησίας κάθονταν ένα ζευγάρι που γνωριζόμαστε πολύ καλά. Η γυναίκα η Ελένη ήταν πεντάμορφη και πολύ κοντούλα ο δε άνδρας της πολύ ψηλός και εργάζονταν στην Πρόνοια, αν θυμάμαι καλά λεγόταν Ράπτη. Όταν η μάνα μου της ανάφερε το περιστατικό του σχολείου την άλλη μέρα το απόγευμα μου έφεραν στο σπίτι δύο ίδια τετράδια δύο μολύβια και δύο πολύχρωμες γόμες σαν αυτές που μοίρασε η κυρά Ματίνα στο σχολείο. Εγώ δεν χάρηκα ούτε τα ήθελα αυτά τα δώρα και ποτέ δεν τα χρησιμοποίησα, τα τετράδια μάλλον έγιναν χεσόχαρτα όταν δεν υπήρχε εφημερίδα στο σπίτι, βλέπεις εκείνη την εποχή δεν υπήρχε το απαλό λευκό χαρτί υγείας, εφημερίδες χρησιμοποιούσαν στις πόλεις και συκόφυλλα στα χωριά.

Μετακομίσαμε από το νησί , πέρασαν πολλά χρόνια, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου κατέβηκα στην Αθήνα και γράφτηκα στο Β΄ Αρρένων Αθηνών που ήταν στην Αχαρνών και Χεϋδεν γωνία. Καθόμουν στην Αχαρνών κοντά στην Πλατεία Βάθης , ήταν η εποχή που καθημερινά γίνονταν συλλαλητήρια και έβγαζαν οι πολιτικοί λόγους στα μπαλκόνια. Εγώ σαν νέος που ήθελα να σώσω την Ελλάδα , έτσι νόμιζα ο μαλάκας, ήμουν συνέχεια στις διαδηλώσεις. Ένα βράδυ μιλούσε κάποιος πολιτικός στην Ομόνοια και ξαφνικά γίνεται έφοδος από τη μπασκιναρία να μας διαλύσει , εγώ κρατούσα στη μασχάλη μου μια φραντζόλα ψωμί που είχα αγοράσει από κάποιο φούρνο και όταν με ζύγωσε ο μπασκιναράς πετάω την φρατζόλα και τον κτυπάει στα μούτρα με τη γωνία της, τότε ένα μπουλούκι μπασκιναράδες άρχισε να με κυνηγάει, εγώ τρέχοντας πέρασα μέσα από τη στοά με τα σουβλατζίδικα της Ομόνοιας, περνώ την Πατησίων απέναντι στη στοά Βερανζέρου, βγαίνω στην πλατεία Κάνιγγος και έτρεχα στην Ακαδημίας ενώ από πίσω μου με κυνηγούσε μια ομάδα μπασκιναράδων. Φθάνοντας στην εκκλησία της Ζωοδόχου πηγής στο ξέφωτο μπαίνω τρέχοντας σε ένα στενό που έβγαζε στην Πανεπιστημίου για να ξεφύγω αλλά για κακή μου τύχη το στενό αυτό το είχε κλείσει η μπασκιναρία έτσι με έπιασαν. Όλοι άρχισαν να με κλωτσάνε μέχρι που έπεσα κάτω χάνοντας τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα λίγο μου ήλθε στο νου μου το περιστατικό με την κυρά Ματίνα που έκανε διάκριση σε μένα και δεν μου έδωσε Αμερικάνικο τετράδιο και τότε κατάλαβα μετά από τόσα χρόνια γιατί μου είπε « εσύ έχεις δεν θα πάρεις».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου